ἐνῃωρημένα

ἐνῃωρημένα
ἐναιωρέομαι
float
perf part mp neut nom/voc/acc pl
ἐνῃωρημένᾱ , ἐναιωρέομαι
float
perf part mp fem nom/voc/acc dual
ἐνῃωρημένᾱ , ἐναιωρέομαι
float
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εναιωρούμαι — ( έομαι) (Α ἐναιωροῦμαι) νεοελλ. αιωρούμαι, μετεωρίζομαι μέσα σε κάτι αρχ. 1. επιπλέω σε υγρή επιφάνεια, περιπλανώμαι μέσα σε κάτι («πολὺν θαλάσςῃ χρόνον ἐναιωρούμενον» περιπλανώμενον, Ευριπ.) 2. (απολ.) βρίσκομαι σε συνεχή κίνηση 3. ιατρ. «οὖρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”